- κουτόχορτο
- τοφανταστικό χόρτο που άμα το φάει κάποιος κουτιαίνει, γίνεται βλάκας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουτόχορτο — το φανταστικό χορτάρι που κουτιαίνει τον άνθρωπο: Κουτόχορτο έχεις φάει και κάνεις τόσες γκάφες; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτάλι — το (Μ κουτάλι και κουτάλιν) επιτραπέζιο και μαγειρικό σκεύος, με κοιλότητα στο ένα άκρο του, με το οποίο τρώγονται υγρές ή πολτώδεις τροφές, κοχλιάριο νεοελλ. 1. το περιεχόμενο τού σκεύους αυτού ως μέτρο, όσο χωρεί το κουτάλι («έβαλα δύο κουτάλια … Dictionary of Greek
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek